- ενδοσκοπία
- ηβλ. ενδοσκόπηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ενδοσκόπια — η η ενδοσκόπηση … Dictionary of Greek
ενδοσκόπηση — Η άμεση παρατήρηση του εσωτερικού ενός κοίλου οργάνου σε κάποιο ζωντανό οργανισμό ή κάποιου μέρους στο εσωτερικό ενός μηχανήματος, που είναι απρόσιτο στο ανθρώπινο μάτι. Η σύγχρονη μέθοδος άμεσης παρατήρησης και φωτογράφησης αντικειμένων που… … Dictionary of Greek
ενδοσκοπικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την ενδοσκόπια 2. φρ. «ενδοσκοπική ψευδαίσθηση» ψευδαίσθηση κατά την οποία αυτός που πάσχει νομίζει ότι βλέπει το εσωτερικό τού σώματός του … Dictionary of Greek
λαπαροσκοπία — και λαπαροσκόπηση, η ιατρ. η ενδοσκοπία τής περιτοναϊκής κοιλότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. laparoscopy] … Dictionary of Greek
ίνα, οπτική — Λεπτός εύκαμπτος σωλήνας από διαφανές υλικό (π.χ. άμορφο χαλαζία), με τον οποίο είναι δυνατόν να μεταδώσουμε, με πολύ μικρή απόσβεση και σε συνήθως περίπλοκες διαδρομές, πληροφορίες σε αποστάσεις πολλών χιλιομέτρων. Η ο.ί. έχει την εξής δομή:… … Dictionary of Greek
ενδοσκοπικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην ενδοσκοπία ή ενδοσκόπηση (βλ. λλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενδοσκόπηση — ενδοσκόπηση, η και ενδοσκοπία, η 1. η παρατήρηση του εσωτερικού ενός σώματος, ιδίως η εξέταση εσωτερικής κοιλότητας του σώματος, που γίνεται με άμεσο φωτισμό: Ενδοσκόπηση στομάχου. 2. (ψυχ.), η εξέταση των ψυχικών φαινομένων και λειτουργιών με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)